ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ -ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ
<--Επιστροφή

Κ.Ι.: Βρισκόμαστε στην Αγία Βαρβάρα Λευκωσίας, στην οικία του παπα- Σταύρου Παπαγαθαγγέλου, του γνωστού αγωνιστή, συνεξορίστου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις Σεϋχέλλες και στρατολόγου της ΕΟΚΑ.
Ο πατήρ Σταύρος γνώρισε σχεδόν όλους τους μεγάλους ήρωες του απελευθερωτικού μας αγώνα, από το Γρηγόρη Αυξεντίου, τον οποίο πάντρεψε στα κρυφά, μέχρι το Μάρκο Δράκο, τον Ιάκωβο Πατάτσο, τον Κυριάκο Μάτση και δεκάδες άλλους.
Σήμερα έχει την καλοσύνη να μας μιλήσει για τον Κυριάκο Μάτση, ιδιαίτερα για την περίοδο που συναντήθηκαν στη Θεσσαλονίκη.

Π.Π.:
22 Απριλίου 1950.

Κ.Ι.:
Πώς έτυχε να συναντηθείτε; Ήταν η πρώτη σας συνάντηση εκεί;

Π.Π.:
Ναι, η πρώτη. Κοιτάτε, το '48 - '49, είχαμε κάμει μεγάλο έρανο για ανάγκες των επαναπατριζομένων, για είδη ενδύσεως, υποδύσεως, κουζίνας κλπ.

Κ.Ι.:
Μέσα στον εμφύλιο;

Π.Π.:
Ναι. Επειδή το '49 είχε νικηθεί ο κομμουνισμός και άρχισε στην Ελλάδα να επικρατεί ειρήνη, σκεφτήκαμε ότι εκείνοι που θα επέστρεφαν στα σπίτια τους έπρεπε να έχουν κάτι. Με τα ίδιά μου τα μάτια είχα δει χωριό με 3000 κατοίκους, όπου είχαν απομείνει μόνο τέσσερα σπίτια. Τα είχαν καταστρέψει οι κομμουνιστές. Μιλάμε για τις περιοχές Μακεδονίας. Αποφασίσαμε λοιπόν και κάναμε έρανο.

Κ.Ι.:
Η ΟΧΕΝ τον έκανε;

Π.Π.:
Η Εκκλησία. Η ΟΧΕΝ ήταν το χέρι που βοηθούσε. Όπως και τα θρησκευτικά σωματεία. Μαζέψαμε πάμπολλα κιβώτια με διάφορα είδη και τα πήραμε με τον αείμνηστο Ξενοφώντα Κουμπαρίδη στην Ελλάδα και τα παραδώσαμε στον Αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα. Μετά, κατά τον Απρίλιο, ο Αρχιεπίσκοπος διέταξε να μεταφερθούν όλα στη Μακεδονία για να διανεμηθούν. Τα έστειλα επισήμως στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, τον Παναγιώτατο Γεννάδιο.

Κ.Ι.:
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου τότε ποιος ήταν;

Π.Π.:
Ο Μακάριος ο Β'. Φύγαμε, 21 Απριλίου 1950, το βράδυ, με το σιδηρόδρομο για τη Θεσσαλονίκη, 22 το πρωί φθάσαμε και τι βλέπουμε εκεί. Σημειώστε ήμασταν 19 πρόσωπα, 18 φοιτητές και εγώ υπεύθυνος, ο μόνος κληρικός.
Στο σταθμό μας περίμεναν, περίπου 10.000 κόσμος, μαζί και μαθητές, άνθρωποι του Πανεπιστημίου. Ειλικρινά τα έχασα. Μόλις κατεβήκαμε, Ψέλναμε εκεί. Μετά, μας έδωσαν μια ωραία ανθοδέσμη και θυμάμαι έκανα μια προσευχή για την Ένωση. Γονάτισα, φίλησα τον άγιο Πατέρα Μακεδονίας με δάκρυα που έτρεχαν και μετά πήγαμε προς το ξενοδοχείο όπου θα μέναμε. Ξεκουραστήκαμε για λίγα λεπτά και στη συνέχεια πήγαμε στο Πανεπιστήμιο, όπου μας είχαν μεγάλη δεξίωση. Μίλησαν ο Πρύτανης και Καθηγηταί Πανεπιστημίου. Δεν θα ξεχάσω μάλιστα τον Βόρειο - Ηπειρώτη Ιωαννίδη, που είπε: "Και μεις έχουμε να κάνουμε με το λιοντάρι και σεις. Τι να κάνετε; Πάρτε το, πνίξτε το". Θυμάμαι γελάσαμε.

Τότε βγήκε ένας φοιτητής να μιλήσει. Ήταν ο μακαρίτη ς ο Κυριάκος Μάτσης. Θυμάμαι ήταν ηφαίστειο, φωτιά. Μίλησε για την ελευθερία, για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μετά που τέλειωσε, θυμάμαι, μίλησα κι εγώ κι είπαμε διάφορα τραγούδια. Μου έκανε εντύπωση το παιδί. Τον κάλεσα, κανονίσαμε συνάντηση στο «Αστόρια», το απόγευμα. Θαύμασα το παιδί για τη ζωντάνια του, για την αγάπη του για την Ελλάδα και γενικά για το πάθος του για την Ένωση. Και του είπα: "Κυριάκο, με παρεκάλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Β' να αναλάβω τα θέματα νεολαίας, για τον εθνικο - απελευθερωτικό Αγώνα. Φαίνεται βαδίζουμε προς τα εκεί. Αν γίνει αυτός ο Αγώνας, τι λες;". "Θα μπω", μου λέει.

Και πραγματικά, όταν άρχισε ο Αγώνας του 1955 ήταν από τους πρώτους. Είχαμε, βέβαια, συναντηθεί και στον Αγώνα, πριν πάω εξορία.

Κ.Ι.:
Πώς τον συναντήσατε, πατέρα Σταύρο;

Π.Π.:
Είχε μπει στον Αγώνα και είχε έρθει στο σπίτι μου. Μάλιστα στη μία μετά τα μεσάνυκτα. Είχε ήδη αρχίσει ο Αγώνας και ήρθε να μου φέρει κάποια γράμματα. Είχα να του δώσω κι εγώ γράμματα. Θυμάμαι καθόταν όση ώρα μπορούσε να μείνει. Ήμασταν όλοι τότε επί ποδός πολέμου. Του λέω: "Δεν ξέρω, Κυριάκο, πώς θα πάνε τα πράγματα. Ίσως και να πάμε φυλακή". Αυτός όμως ήταν φωτιά, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να πεθάνει για την Κύπρο. Ήταν γεννημένος ήρωας, όπως κι ο Αυξεντίου. Του είχαμε ευχηθεί: "Να ζήσεις, Γρηγόρη μας!" και εκείνος απαντά: "Καλό βόλι, πατέρα, να μας ευχηθείς". Αυτό δείχνει ότι είχαν ήδη υπογράψει το θάνατό τους για την Ένωση με την Ελλάδα.

Κ.Ι.:
Πατέρα Σταύρο, θυμάστε κάτι άλλο από τον Κυριάκο;

Π.Π.:
Άλλο δεν θυμάμαι, γιατί μετά πήγα εξορία.

Κ.Ι.:
Ήρθε πολλές φορές στο σπίτι σας;

Π.Π.:
Ήρθε, δεν θυμάμαι πόσες. Εκείνο που θυμάμαι είναι η φωτιά του,
η εντιμότης του.

Κ.Ι.:
Πατέρα Σταύρο, γνωρίσατε αρκετούς αγωνιστές. Νομίζετε ότι ο Κυριάκος ήταν ο πιο διανοούμενος;

Π.Π.:
Ναι, ο πιο μορφωμένος. Ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου. Οι άλλοι όλοι ήταν παιδιά του Γυμνασίου. Εκείνο που είχε σημασία ήταν πως όλα τα παιδιά είχαν στην καρδιά τους το Χριστό και την Ελλάδα. Το τονίζω αυτό, γιατί ήταν το γνώρισμα του αγωνιστή. Να πιστεύει στο Χριστό, να ζει το Χριστό, να εξομολογείται τακτικά. Έτσι ακριβώς ήταν και o Κυριάκος. Εξομολογείτο και εκοινωνούσε. Ήταν πιστός. Είχε το Χριστό στην καρδιά του. Στον Αγώνα για την Ελευθερία μας ένωνε όλους ο Χριστός και η Ελλάδα.

Κ.Ι.:
Τίποτε άλλο έχετε να προσθέσετε, πατέρα Σταύρο;

Π.Π.:
Δεν θα ξεχάσω, στη Θεσσαλονίκη, όταν έγινε μια μεγάλη γιορτή, στην Πλατεία Αγίας Σοφίας. Ήτανε κι αυτός. Τραγούδησαν τα παιδιά διάφορα τραγούδια και ο Κυριάκος προσφώνησε για να καλωσορίσει και να κατευοδώσει την αποστολή μας. Ήταν ανεπανάληπτες εκείνες οι μέρες. Μίλησε πάρα πολύ ωραία. Του άξιζαν οι τιμές που αργότερα του έκαναν.

<--Επιστροφή